- κονσομέ
- τοσυμπυκνωμένος ζωμός κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. consomme < γαλλ. ρ. consommer < λατ. ρ. consummo «προσθέτω, συμπληρώνω, τελειώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονσομέ — το (άκλ., λ. γαλλ.), ζουμί πλούσιο σε χυμό κρέατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)